Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

παρακάλια.

τις τσιμεντένιες μας ζωές
να τις ποδοπατήσουμε λέω, με 
κόκκινα καουτσουκ παπούτσια πλαστικά
ανακυκλώσιμοι,
στα μυαλά μας τα σπιρτόκουτα
που καίμε τις σκέψεις μας τις καλύτερες
με αναπτήρες κάπου στις 5 το πρωί.
να
πιούμε με σφηνάκι τα
στραβά χαριτωμένα μας χαμόγελα,
αυτά που μας είπαν μετά απο γαμήσια
πως μας ομορφαίνουν και
με ασανσέρ να κατέβουμε
στο σινεμά των τεκτονικών πλακών
του εδάφους να πάμε,
για να γελάσουμε υστερικά
και να χορέψουμε τόσο αργά

με μάτια που χαϊδεύουν τα δάχτυλά
των άλλων και με δάχτυλα,
που σφουγγαρίζουν τους μανδύες
των ματιών μας,
ναφηγηθούμε τα παρελθόντα μας
σε μέλλοντα χρόνο 
με ψέμματα και φαταλιστικούς
αναστεναγμούς.
να αποθεώσουμε το ανόημα
του χρόνου πάλι, και να ορκιστούμε
αιώνια καθημερινή αυτοκτονία
στο καναπέ του λιβινγκ ροομ
ανάμεσα από καλοριφέρς και πολυθρόνες.
να κατουρήσουμε τις καρέκλες και τα κρεβάτια
αναγκασμένοι να κουβαλάμε 
τα σλιπινγκ μπαγκς σε στάσεις λεωφορείων
σε μπανιέρες ψυχιάτρων, σε καταπακτές εκκλησιών
και σε θέατρα.
τη καλύτερη παράσταση πρέπει να δώσουμε
ουρλιάζοντας, το μονόλογο του ύπνου
το μανιφέστο του αυνανισμού
τον εθνικό ύμνο της τυχαιότητας
την προσευχή της αμαρτίας.

ναι,
να τα κάνουμε όλα αυτά
γιατί βαρέθηκα πολύ
τα ίδια και τα ίδια.
Κιαν πάλι, εσύ είσαι κουρασμένος σήμερα
πάμε να μου κάνεις έρωτα,μόνο τότε 
τα ξεχνάω όλα αυτά 
τα παρακάλια.



Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

μπαρς και μυρμηγκοφωλιές.

γουλιές και σταγόνες νύχτας στα
μπαρς
δεκαξι βήματα κάτω από τη γη
τα μυρμήγκια τραγουδάνε
για τα ανθρώπινα δικαιώματα
παρόλαυτα
πεθαίνουνε συνήθως 
απο σόλες αθλητικών παπουτσιών,
είμαστε ηφαίστεια
καυτών ιδεών
παρόλαυτα
πεθαίνουμε συνήθως
πάνω σε βουνά παγωμένης βότκας.
έσταξα και σήμερα 
πάνω στο μέτωπό σου
τα κόκκινα μου σάλια.

στην οδό Γιαννιτσών πάλι
οι πουτάνες κουνάνε λευκές σημαίες
με τα λευκά τους μούτρα παγωμένες
μες στη βότκα, μες στη κο
καταλάθως κοίταξα μια στα μάτια
πριν πάω σε κανα μπαρ,
να κοκκινίσω το στόμα μου 
με καμπάρι κι έρωτα.

μέχρι να φτάσω πάτησα σίγουρα 
κάμποσα μυρμήγκια
μα δεν ένοιωσα τίποτα.
έκατσα κανα δίωρο
και πήγα σπίτι,
δεν ήταν η μέρα μου απόψε.





Πέμπτη 17 Αυγούστου 2017

γαρείδες;

Άνια έλα
έχει να φάμε γαριδομακαρονάδα,
δεν είναι πολύ καλή
για την ακρίβεια
είναι μια θαλασσινή αποτυχία,
ένα σωσίβιο που τρύπησε
και μπορεί και να μας πνίξουν
όλα αυτά

έλα να βουτήξουμε με το ένα μας χέρι
που κλείνει σφιχτά τις μύτες
δε θα πάρουμε μυρωδιά
το πότε θα τη φάμε.

και σκασμένες μετά να πάμε για δουλειά
γρήγορα πάμε γρήγορα,
όλοι αυτοί

πάλι διψάνε.


Παρασκευή 4 Αυγούστου 2017

χωρίς.

ανάμεσα στο σε θελω
και στο θαθελα ,υπαρχει ενα τζιντονικ δρομος αναμεσα
στοσε μενα και στο ποτο μου υπαρχει ενας μαλακας
που κανει τη δουλεια του σαν δημοσιος υπαλληλος
θελει απο μενα
ακομα και λογαριαμο δεης
για να μεμε θυσει

αποψε κοιταω παλι πανω
μα βλεπω για αλλη μια φορα τις σολες
απτα παπουτσια μου
να χαιδευουνε το σφυριγμα ενος σκατογερου
που κοιτάει γυμνούς ασταγάλλους γυναικών

χθές ειδες στον ύπνο σου ένα περιστερι
βρωμερο να με απολαμβανει τριβόταν
στα πόδια μου
οι φτέρνες μου γίναναν γωμολάστιχες
πρέπει να φοράω καλύτερα παπούτσια πρέπει
να πατάω βαθύτερα στο έδαφος
 είδα στον ύπνο μου πως πέθανα

γεννιέμαι ντυ μένει με ταγέρ
και με σερβίρει ένας μαλάκας
τζιν τόνικ στυμμένο
με κάμποσο πάρτα
πάλι

όταν λοιπόν θα σταματήσω αυτό
το παιχνίδι μετα αλκοολ και όνειρα
θα ξυπνήσω
νυσταγμένη μες στη νύχτα
και τότε
αυτός ο σκατόγερος θαχει
βιασει όλα τα περιστέρια
κι ολοι οι δημόσιοι υπαλληλοι
θαχουν παραιτηθει.

όταν θα φυγω αποδω
όλα θαναι λογικά λογικότατα,
ένα ακόμα σπίτι ενα ακόμα μαγαζι
κώμα χρόνου
μια ακόμα
γλυκιά θεσσαλονίκη.



-



.(κακογραμμένο κακομεθυσμένα κάποιο βράδυ με αφορμή αυτό το φοβερό
χου αμ αι κιντινγκ. ευτυχως μου το θύμισε την επομένη και ξαναδιάβασα και το αυτο και το εκείνο.)

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

υγρο·ποίηση.

Οταν ο ήλιος μας καίει
                             και μεις
                             λιώνουμε · τουλάχυστον
τα υγρά ανακατεύονται πιο εύκολα
                                      πιο εύκολα
κι εμείς ανακατευόμενοι γινόμαστ1.
Στο ντεμί της μέρας
       φουλ καναπεδίσια ρευστότητα
       και σεξτρεμιστικοί σε ξάτμιση.
Κι όταν φωτίζει τάλλο -δηλαδή
το φεγγάρι,
εκεί που το αλκόολ της τόσης
                            αφυδάτωσης
μας χαϊδεύει στα σβέρκα
ε τότε,
σαν σε ποτήρια
χυνόμαστε πάνω σε κρεβάτια αφρολέξ
με ιδρώτα να φουσκώσουν.
Αυτά τα ολοήμερα
πολύ ταπολαμβάνω

κι όταν θα πηγαίνουν όλοι θάλασσα
να δροσιστούν εντέλει,
μεις θα τελειώνουμ αχόρταγα
τα καλαμάκια
όλων των σουπερ μάρκετς.





Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

καβλοκαίρι.

Σηκώνομαι
από κομένες γκαβλωμένες α νάσαι κι αποκομμένες,
από το κόζμο σκέπσεις και σηκώνομαι.
Πολύ υγρασία στη μπόλη
πολύ κη γρασία η δικιά μου.
μπερδέψ αμε τη συγρασίες μας σαναλέμε.
Στο απέναντι μπαλκόνι,
η απέναντη πάλι σκου πήζει.
παραδίπλα στη σειρά δέκασέξυ βρακιαπλωμένα
ολόιδια μεταξύ τους,
εντωμεταξύ
γω βγαίνω στο μπαλκόνι να στεγνώσω
-οχι τίποτα παράλογο.
Η γειτόνισσα που σκουπeasy με κοιτάει με παράπονο,
σανα ζηταουτς
εναε βρω ευτυχία.η ματιά της θυμίζει
αμάνικους στα κτελ που κλαίν
κι εμείς κλάιν μάιν.
της απανταν τα μάτια μου επιθετικά
του τύπου
άντε ρωτεύσου με κανα τύπο.
μπαίνω υγρή ακόμα στο σαλόνι,
γιατί πάλι πρέπει να πάω στη δουλεία.
κει που ανάμεσα σε μπύρες και αναπτήρες
θα γράφω πίσω από κομμένες αποδείξεις
αποκομμένες αποδείξεις αγάπης γιασε.
κει που στο τέλος της βάρδιας,
της ταμιακής το ζήτα μου θα βγαίνει
πάντα μικρότερο από τα πόσά
που θαχω πάρει.




Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

ΑΧΤΙΤΛΟ νύχτας.

στου μπαρ τη μπάρα ναράζω
ναραδειάζω λέξεις στα φωτιστικά
κι αστεία χωρίς χιούμορ στα χάρτινα σουπλά.
μια μπύρα πέφτει απλά κάτω
ξεχύνω μαζί της τα μπράτσα μου στο πάτωμα
και πέφτω 
πέφτω,
και πέφτω χαμηλά
δίπλα στα creepers μιας γκόμενας
που μάλλον χαζη θαναι κι αυτή.
μοιάζει μάλλον να θέλει ναναι μ'άλλον απο τον άλλον πουναι.
αρχίζω να τρυπώ τις σόλες με στυλό.
-γεμίζοντας τα creepers της με creepy τρύπες-

κιέχω το κινητό μου στη κωλότσεπη βαθιά
κιαφτό μαυτά κιαυτά εφτά φορές δονείται,
γκαβλωμένη το βάζω μέσα μου βαθιά
μεφτά καυτά δάχτυλα και χύνω.

η μπάρα γεμίζει με υγρά
απτους πάτους ποτηριών άτσαλα γεμισμένων
κι ο μπάρμαν φίλος βγάζει το βετέξ.
-γιατί τα βετέξ ναναι πάντα ή μπλε ή κίτρινα ή ροζ(;)-
θαθελα και γω λίγο βετέξ
κύριε μπάρμαν παρακαλώ
να με σκουπίσω.

στη δίπλα παρέα κάτι γνωστοί πουχω βαρεθεί να βλέπω
τελείως μαλάκες
σίγουρα δε ξέρουν πως να μιλαν
ούτε στη γκόμενά τους ούτε στη μάνα τους
και που το μόνο βιβλίο πουχουν διαβάσει
ναναι τα άπαντα του παςγιάννενα
μου ζηταν τσιγάρο
και φεύγω γρήγορα απο το μπαρ να μη τους βλέπω

κοιτώ το κινητό με την άκρη του ματιού μου πουναι 
στη γωνία στο τραπέζι στο σαλόνι.
με κοιτά κι αυτό περίεργα.
μου ζητά να του πατήσω τα κουμπιά και να σε πάρω
σεξω ξημερώνει και 2 βρωμοπετούμενα πόλης
τραγουδάνε φάλτσα το δικό τους το κελάηδισμα.
βγάζω τα ρούχα μου και πέφτω βαριά στο στρώμα
ξαπλώνω κι ένας ηλίθιος ήχος ακούγεται στο σπίτι
α το κινητό μου.

μερικές φορές
ταφήνω να χτυπάει λίγο παραπάνω,
οχι για το κόλπο φυσικά,
μα για να χαμογελάσω λίγα δεύτερόλεπτα ακόμα.










Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Μουνόλογος.

Μια φορά κι έναν καιρό, στο μακρινό Κάιρο, ζούσε ένα μουνί με πόδια.Ντυνόταν αρκετά κάζουαλ, άλλωστε είχε να φορτωθεί μόνο ένα βρακί, ένα παντελόνι και παπούτσια, άντε και κάλτσες αν ήτανε χειμώνας. Ήταν αρκετά ευτυχισμένο μουνί μα μερικές φορές το έπαιρνε από κάτω το ότι δεν είχε σώμα, κεφάλι, μαλλιά και τα ρέστα. Έτσι αποφάσισε να πάει σε έναν ελαστικό πλαστικό πανούργο χειρούργο, που φήμες λένε πως είχε καταφέρει κάποτε να μετατρέψει μια πούτσα με χέρια (που την έπαιζε όλη την ώρα) σε κεφάλι με βυζιά, χωρίς κανένας να μπορεί να καταλάβει την αλλαγή (και ούτε και τον λόγο).
Κι έτσι όταν έφτασε, αφού περίμενε 38 ώρες περίπου στην αναμουνή, βρέθηκε με τον ειδικό. Ο ειδικός ήταν ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος με όλα τα μέλη του ανεξαιρέτως μα είχε κι αυτός την ιδιαιτερότητα του. Ήταν τα όλα του, τοποθετημένα όπως να ναι, σαν πίνακας του Πικάσο. Δηλαδή για να καταλάβεις, αν ήθελες να του δώσεις χειραψία, θα έπρεπε να έχεις ένα-κάποιο ύψος αφού τα χέρια του ήταν στη θέση του κεφαλιού ή αν ήθελες για παράδειγμα να τον κοιτάξεις στα μάτια, θα' πρεπε να τον κοιτάξεις στα γόνατα. Η μόνη μαλακία ήταν πως φορούσε γυαλιά μυωπίας άρα δε μπορούσε να ανοίξει τα πόδια του πολύ και αναγκαστικά χοροπηδούσε για να προχωρήσει. Στο γραφείο του όμως δυστυχώς, έπρεπε να χοροπηδάει λιγότερο αποτι συνήθως, μιας και από κάτω έμενε μια γριά με 27 αφτιά και του γκρίνιαζε διαρκώς για τη φασαρία.
Γεια σας, είπε το μουνί , θα ήθελα να αλλάξω και να προσθέσω κάτι στα έξω μου γιατί δε με καλύπτω. Ίσως ένα κεφάλι ή έναν λαιμό ή ίσως και τα δύο, δε ξέρω.
Κοιτάξτε να δείτε, απάντησε ο ελαστικός πλαστικός πανούργος χειρούργος, εμείς σας προσφέρουμε πολλές επιλογές και όλες με τη μέγιστη ασφάλεια και φαντασία,
και ξεκίνησε να του δείχνει διάφορες φωτογραφίες διάσημων πελατών του που είχαν προβεί σε μεταμορφώσεις.
Το μουνί με πόδια όμως, δεν ενθουσιάστηκε με τίποτα από αυτά που είδε μιας και ήθελε να κάνει κάτι που να μη το μετανοιώσει ποτέ, κάτι που θα εκφράζει αυτό που είχε μέσα στον κόλπο του και που θα το αντιπροσώπευε εντελώς.Έτσι κατέβασε τη κλειτορίδα του στο πάτωμα, είπε ευχαριστώ στον ειδικό για το χρόνο του κι έφυγε από το ιατρείο μελαγχολικά.
Στο δρόμο έσερνε τα πόδια του βαριά, με πολύ στεγνή ψυχολογία. Ένα αφτί με χέρια έπαιζε στεναχωρημένα μπίτλς κομμάτια στο πεζοδρόμιο με μια κιθάρα, πουλώντας τα cd του. Το μουνί με πόδια του άφησε το τελευταίο του 2ευρω. Σκέφτηκε πως καλύτερα να είσαι μουσικός με 2ευρω παρά μουνί με κατάθλιψη.
Κι έτσι όταν έφτασε σπίτι, γέμισε τη μπανιέρα με νερό να χαλαρώσει, ήπιε 2 λίτρα χαμομήλι, διάβασε λίγα κόμικς με την αγαπημένη του σουπερήρωα "Πούτσα-με-φτερά", αυνανίστηκε κάμποσο με το τελευταίο κεφάλαιο, και με βαριά ακόμα διάθεση, έσυρε τα πόδια του σ'ενα μπαρ downtown μπας και πιει κανα ποτό να ξεχαστεί.
Ο barman η καλύτερα barhand, ήταν στην ουσία ένα τεράστιο χέρι που σέρβιρε ουσίες. Αυτό βόλευε ιδιαίτερα, γιατί πέρα από το γεγονός ότι μπορούσε να πιάσει τα μπουκάλια, μπορούσε να χώσει και δυνατές σφαλιάρες σε καγκουρες που έσκαγαν μύτη στο μπαρ του, κι έτσι σπανίως γινόντουσαν μανούρες στο συγκεκριμένο μέρος. Το μουνί με πόδια ήπιε καναδυο μπύρες και κανατέσσερα ποτά, κι εκεί που άρχισε να βαριέται να χαζεύει τον barhand να χουφτώνει έναν κώλο με κεφάλι και ξανθά μαλλιά, κοίταξε δίπλα του και τι να δει;Ένας εγκέφαλος με χέρια και κορμό, έπινε εξίσου μόνος του, μια τζιτζιμπίρα.
Οι δυο τους κατέληξαν να φασώνονται μέχρι τόσο αργά που ο barhand τους έκανε ένα τεράστιο κωλοδάχτυλο και τους τράβηξε κυριολεκτικά έξω από το μαγαζί του για να κλείσει.Οι δυο τους κατέληξαν στην ακόμα γεμάτη με νερό μπανιέρα, να μιλάνε για βλακείες, να γαμιούνται με μανιακό τρόπο και να γελάνε ακατάπαυστα με τις μπουρμπουλήθρες. Βγήκαν ζαρωμένοι από το νερό και ξαπλώσανε να κοιμηθούνε στο κρεβάτι, σφιχτοαγκαλιασμένοι.
Την επόμενη μέρα,
από τη πόρτα βγήκε ένας εγκέφαλος με χέρια σώμα πόδια και μουνί, τραγουδώντας κάτι χαρούμενο που δε θυμάμαι τώρα
και το σίγουρο είναι, πως το θέμα της αλλαγής το ρούφηξε η μπανιέρα
μαζί με το νερό.










Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

άχτιτλο2.

ένα σκυλί με ακολούθησε
στο δρόμο για το σπίτι.
σχεδόν με φλέρταρε απο τα δυο μέτρα
με γλυκοκοιτούσε αχόρταγα

κι εγώ του χαμογέλασα.
ο,τι θέλει αυτός
αρκεί να μην αλλάξει γνώμη.

είμαι
αδέσποτη
που πάλι από την αρχή ,
είμαι
απότιστη
που πάλι μέχρι τέλους ,

κοίταξα τον σκύλο
που συνέχισε να με φλερτάρει.
μεφτασε στο σπίτι
κι έστριψε στη γωνία πάνω από το περίπτερο δεξιά βαθος

τον κοίταγα να φεύγει
και πλημμύριστηκα από μια ελπίδα
τόσο όσο 
σεχυσα τη τελευταία μου φορά,

αν ο άνθρωπος αποτελείται από 75 τοις εκατό νερό
οι ελπίδες και τα χύσια μου μαζι
θαναι στο 93,38 περίπου.

στη στροφή πριν στρίψει 
με κοίταξε κι αυτός
και σα να μου πε
"κοίτα να δεις
εγώ πουχω να πιω νερό τρεις μέρες
απόψε με ξεδίψασες".

μπήκα μέσα μα δε κλείδωσα,

σκέφτηκα πόσο θα ήθελα
όταν ξύπνησω το πρωί,
ναναι κι αυτός από δίπλα μου

πάλι διψασμένος.











Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

άχτιτλο.




πήγα ξυπόλυτη στη κουζίνα
για έναν λόγο που ξέχασα με το που έφτασα εκεί,
κοίταγα ντουλάπια μπας και μου δώσουν απάντηση.

(έτσι νομίζω κάνω γενικά,
κοιτώ και βλέπω ανθρώπους ντουλάπια
να θυμηθώ τον λόγο που μιλήσαμε.

πέντε λεπτά μετά,
το μυαλό μου είναι αλλού,
σε στάση οριζόντια.)

άρχισα να ανοίγω ντουλάπια μπας και 
θυμηθώ τι ήθελα και ήρθα στη κουζίνα
οι ελπίδες μου πια 
σε προϊόντα σουπερ μαρκετ.

(δέκα λεπτά μετά
το μυαλό μου επανέρχεται σε συζητήσεις χώρου,
εγώ όμως δεν ήρθα
και φτιάχνω το βρακί μου γιατί κάτι με γαργαλάει.)

σκέφτομαι
τι ήρθα ρε γαμώτο να κάνω στη κουζίνα;
δεν είχα ποτέ τη καλύτερη μνήμη
ψιλοευτυχως.

πήγα ξυπόλυτη στο μπάνιο
και κοίταξα τον εαυτό μου στο καθρέφτη 
δε με κατάλαβα κατευθείαν 
στην αρχή με μπέρδεψα με τη κόρη του περιπτερά
αλλά τελικά
ήμουν απλά εγώ.

μετά από αυτό
πήγα στη κουζίνα ξυπόλυτη 

να πάρω μια μπύρα.






Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

αλόουν αδα.

κιέτσι τελείωσα ένα ακόμα τζιν λεμονάδα,
αρκετά ελαφρύ
ανάμεσα σε πρωινούς ηλικιωμένους με μπλαζέ μούτρα
πρώην ναυτικούς ίσως
μερικούς ετοιμόρροπους,
ειδικά ένας τόσο πολύ που σχεδόν τον σκέφτηκα
να τον κλαίει η φαμίλια του πάνω από το χώμα,
κι εγώ να τρώω νούντλς κρυμμένη στα δέντρα πίσω-πίσω.

τα μαλλιά μου κολλάνε
όπως μετά από ένα μπάνιο στη θάλασσα,
το ένα μου αφτί είναι κόκκινο
απο μια κάποια περίεργη θερμοκρασία
δεν μαρεσουν πολύ τα αιρ-κοντίσιον
μου θυμίζουν τα κοντίσιον-ερ μετα το σαμπουάν

αν έφευγα (;)
σάμπως θα μουνα καλύτερα.
κι έτσι έκατσα.
"θέλεις κάτι ακόμα;" με ρωτάει η σερβιτόρα,

ήθελα να της πω πόσο θα ήθελα
να πάω στη Σαχάρα να κυλιστώ στην άμμο
κι έπειτα να καβαλήσω μια ζέβρα
μέχρι να με βαρεθεί

αλλά μιας και όλα αυτά θα την τρόμαζαν,
της απάντησα απλά "ένα τζιν λεμονάδα,
όμως αυτή τη φορά
με λίγο περισσότερο τζιν" 

όταν έφυγα,
της άφησα για πουρμπουάρ έναν φοίνικα,
ελπίζω να κατάλαβε.