Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

αλόουν αδα.

κιέτσι τελείωσα ένα ακόμα τζιν λεμονάδα,
αρκετά ελαφρύ
ανάμεσα σε πρωινούς ηλικιωμένους με μπλαζέ μούτρα
πρώην ναυτικούς ίσως
μερικούς ετοιμόρροπους,
ειδικά ένας τόσο πολύ που σχεδόν τον σκέφτηκα
να τον κλαίει η φαμίλια του πάνω από το χώμα,
κι εγώ να τρώω νούντλς κρυμμένη στα δέντρα πίσω-πίσω.

τα μαλλιά μου κολλάνε
όπως μετά από ένα μπάνιο στη θάλασσα,
το ένα μου αφτί είναι κόκκινο
απο μια κάποια περίεργη θερμοκρασία
δεν μαρεσουν πολύ τα αιρ-κοντίσιον
μου θυμίζουν τα κοντίσιον-ερ μετα το σαμπουάν

αν έφευγα (;)
σάμπως θα μουνα καλύτερα.
κι έτσι έκατσα.
"θέλεις κάτι ακόμα;" με ρωτάει η σερβιτόρα,

ήθελα να της πω πόσο θα ήθελα
να πάω στη Σαχάρα να κυλιστώ στην άμμο
κι έπειτα να καβαλήσω μια ζέβρα
μέχρι να με βαρεθεί

αλλά μιας και όλα αυτά θα την τρόμαζαν,
της απάντησα απλά "ένα τζιν λεμονάδα,
όμως αυτή τη φορά
με λίγο περισσότερο τζιν" 

όταν έφυγα,
της άφησα για πουρμπουάρ έναν φοίνικα,
ελπίζω να κατάλαβε.