Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

μωβ.

αυτό το φως είναι για τις στιγμές που κλείνω τα μάτια μου το κρατάει το σπίτι μέχρι τη στιγμή που θέλω να κλείσω τα μάτια μου χαϊδεύει πρώτα τον ώμο μου αλλά εγώ δεν βλέπω τίποτα έχω κλείσει τα μάτια μου έχω κλείσει τα πόδια μου έχω κλείσει τα παντζούρια μου έχω ανοίξει τον δρόμο στο φως που θέλει να με χαϊδεψει να έρθει κατά πάνω μου για όσο εγώ δεν το βλέπω αυτό θα με βλέπει στέκομαι μέσα σε ένα πλήθος με κλειστά τα μάτια μου και χορεύω κάτω από προβολείς που με φωτίζουν κόκκινη είμαι αυτή η κόκκινη γυναίκα στο σκοτάδι του πλήθους με τα κόκκινα παπούτσια μου δεν με νοιαζει αν είμαι γυναίκα άντρας η βράχος σκαρφαλώνω στα κεφάλια των ανθρώπων με κλειστά τα μάτια με ανοιχτή τη καρδιά μου κόκκινη φωτισμένη μαζί με το στέρνο μου κοιτάμε προς τα πάνω λες και για κάθε στερνή φορά αναπνέω το κόκκινο φως που με φωτίζει τελικά έχει κιαλλο όσο περνάει η ώρα κοιμάμαι βαθύτερα ο κόκκινος ύπνος μου αιμορραγεί πάνω στους ανθρώπους που δεν με κοιτούν μα ούτε κι εγώ τους κοιτάω πονάω τόσο πολύ που δεν αισθάνομαι τίποτα τα κόκκινα κεφάλια των ανθρώπων δείχνουν προς τα επάνω βουλιαζω στον αργό μου λήθαργο απίθανο το θέμα που ακούγεται ενός φανταστικού μαλάκα ένας φανταστικός ύπνος με τα φαντεζί κόκκινα φώτα του τα μάγουλα μου κοκκινίζουν η γλώσσα μου φαντάζει κατακόκκινη οι προβολείς δείχνουν προς τα κάτω δηλαδή προς τα εμένα ο κόσμος κοιτά όμως ψηλά μα δε με βλέπει είμαι εγώ ανάμεσα στον ύπνο μου και στη ζωή μου είμαι εγώ στον κόκκινο ύπνο μου που πονάω πιο πολύ απ όλους είμαι εγώ που ανοίγω τα μάτια μου ανοίγω τα παντζούρια μου τα πόδια μου ανοίγω τα μάτια μου ξυπνάω στα μπλε είμαι στα μπλε μου οι πατούσες μου είναι μπλε ο ουρανός μπλε όλα ήταν κόκκινο και τώρα είναι μπλε η καρδιά μου πάλι κλειστή πάλι έκλεισε φοβισμένη και μωβ κόκκινο και μπλε ίσως μωβ η πόλη συνεχίζει συνεχίζουν ολα εγώ συνεχίζω η καρδιά μου μωβ μελανιασμένη πάλι κλειστή οι γείτονες φωνάζουν το λεωφορείο βιάζεται αυτός ο ύπνος ήταν ο,τι έπρεπε στο πρώτο κατουρημα 
μου ήρθε η περίοδος





άρτγουορκ Barba.dee

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Έρικα.

έρικα δε ξέρω γιατί σου γράφω μάλλον επειδή δεν είμαι στα καλά μου και όταν ήσουν φίλη μου σου έλεγα συχνά πυκνά πόσο στα καλά μου δεν είμαι μάλλον έχω μέσα μου ένα καράβι που φεύγει προς κάθε κατεύθυνση σε κάθε ηλιοβασίλεμα κάποιες φορές στα δύσκολα βοηθάνε τα πουλιά πάνω στα δέντρα αλλά μετά σκέφτομαι τα δέντρα να καίγονται και σταματάω να σκέφτομαι τα πουλιά για να μη τα σκοτώσω στο μυαλό μου έρικα το μυαλό μου είναι ένα συγκρουόμενο στο λούνα παρκ στα Γιάννενα οδηγούσα πάντα καλύτερα μόνη μου το μυαλό μου λειτουργεί πάντα καλύτερα μόνο του βλέπεις έρικα τώρα είναι κάπου ανάμεσα σε λάθος μυαλά με συμφέροντα σα συγκρουσμένα συγκρουόμενα εκείνο το λούνα παρκ ήταν λίγο πιο κάτω από το σπίτι μας κοντά στη λίμνη συνήθως εμείς δε πηγαίναμε εκεί αλλά θα ήθελα να σε είχα πάει αλήθεια να περάσουμε λίγο χρόνο εκεί μαζί και για μια στιγμή να μη είχαν περάσει τόσα χρόνια να μου πεις πως όλα θα πάνε καλά και γω για ακόμα μια φορά να μη σε πιστέψω θα ζωγράφιζα πάλι όπως τότε ασταμάτητα χωρίς να σκέφτομαι όλες αυτές τις πληγές που μου ανοίξανε τα κωλάτομα που βρέθηκαν μπροστά μου θα σταματούσα να εύχομαι να μην είχαν ποτέ γεννηθεί και θα φορούσα πάλι αυτό το μαύρο φόρεμα το εξώπλατο που μου δάνειζες μερικές φορές το Σάββατο και έμοιαζα να είμαι πολύ μουνάρα αλλά εσύ ήξερες πως όσο περνουσε ο καιρός εγώ σκλήρυνα και όλα αυτά καθόλου δε με ένοιαζαν και το φόρεμα σου μπορεί να έχει χλωρίνη πια μπορεί το λούνα παρκ μου να το ξηλώσανε αλλά εγώ είμαι ακόμα εδώ και σε σκέφτομαι μα πιο πολύ σκέφτομαι εμένα να νικάω τα κωλάτομα που σου έλεγα παραπάνω σαν σε πίστα στο πλέι στέισον χχχ και τρίγωνο και μπουμ κλωτσιά σταρχίδια γιατί το άξιζε σίγουρα κι εγώ μετά παίρνω μια έξτρα ζωή γιατί αγωνίστηκα με δύναμη και χωρίς σούπερ πανοπλία η το βέλος που τους γαμάει όλους πιο εύκολα και τα κατάφερα χωρίς να γίνω πιο καχύποπτη με τους ανθρώπους βγήκα από τη πίσω πόρτα χωρίς να με δουν και η πίσω πόρτα βγάζει στο λούνα παρκ που λέγαμε τα δέντρα έχουν πάνω όμορφα πουλιά και τίποτα δε καίγεται εσύ είσαι εκεί και καπνίζεις γκόλντεν Βιρτζίνια με το καφέ δερμάτινο και οι ελιές στο πρόσωπό σου είναι ο χάρτης για να πάω στην επόμενη πίστα αυτό έρικα 
κι αν δεν είναι γράμμα. 



Σάββατο 13 Ιουνίου 2020

Μη μ' ερωτάς.

μη μ' ερωτάς
ποιό είναι το σωστό,
όλα όσα έχουν να κάνουν με εμάς
είναι λάθος
κάθε βράδυ μεταναστεύω 
απο τη λογική στο συναίσθημα
και κάθε πρωί
δεν έχω χρόνο 
να σκεφτώ τα πράγματα
όπως θα έπρεπε,
μη μ' ερωτάς λοιπόν
τίποτα 
αν θες να βοηθήσεις
σκύψε και φίλα,
και ας ελπίζουμε
να μη βρούμε απάντηση
στα κοντά εσύ μόνο
σκύψε και φίλα
και σίγουρα ποτέ 
μη μ' ερωτάς.



Σάββατο 30 Μαΐου 2020

Νάχαμε να λέγαμε 3.

ο Σάββας είπε
δεν το αντέχω άλλο
με γουστάρει μόνο
τα καλοκαίρια
κιέπειτα οι υπόλοιπες εποχές 
γεμίσανε με θλίψη
που ο Σάββας 
πάντα προτιμά τα καλοκαίρια. 

η Σωτηρία είπε
σκέψου πως σε έξι χρόνια
μπορεί να πεθάνεις
μέχρι τότε καλό είναι 
να μη χαλιέσαι άδικα 
έξι ώρες μετά 
μούδωσε το μεροκάματο
κι εσύρα αργά σπίτι
τα πονεμενα μου πόδια.

ο Πέτρος είπε
μωρό μου έρχομαι
και δεν έφτασε
ποτέ κανείς πουθενά τίποτα

ο Μάρκος είπε
ξέρω περισσότερα για το σύμπαν
αποσα ξέρω για τον εαυτό μου
έπειτα ήπιε μονομιάς
τη βότκα του 
και μια μαύρη τρύπα 
τον κατάπιε. 

η ρούλα μου γαύγισε
σταμάτα να γκρινιάζεις 
δώσε μου να φάω 
κιεγω νιαούρισα το εντάξει σα 
χτυπημένη από αμάξι γάτα
σκεπτόμενη πόσες άραγε ζωές 
μου μένουν ακόμα να ξοδέψω.

η γιαγιά μου είπε 
τι να τα κάνω και τα δύο μάτια 
πάλι καλά που έχω ένα 
και γω αναστέναξα τυφλή από έρωτα 
άραγε πόσοι άνθρωποι 
επέζησαν σαν έπεσαν 
από κάποιον καταρράκτη. 

ο Χριστός είπε 
αγαπάτε αλλήλους 
αλλά εμένα μου φαίνεται πως 
κάτι τέτοια δύσκολα 
έλεγε ο καημένος 
και τον είπανε ημίθεο πάντως 
παλι καλά ημίθεος 
κι όχι ηλιθιος 




Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

γκούγλ τρανσλέιτ πρώτο.


θέλω να κοιμάμαι με σβησμένα φώτα και αναμμένα κορμιά 

θέλω να κοιμούνται στο φως του σώματος, να απενεργοποιήσετε το φως
θέλω να σβήσω τα φώτα, να ανάψω και να κοιμηθώ
θέλω να κοιμηθώ με τα φώτα σβηστά και τα φώτα αναμμένα
θέλω να κοιμηθώ με τα φώτα σβηστά και αναμμένο το σώμα
θέλω να κοιμηθώ με τα φώτα και το σώμα
θέλω να κοιμηθώ με φώτα και πτώματα
θέλω να κοιμηθώ σβήνοντας τα φώτα και καίγοντας τα πτώματα
θέλω να σβήσω το φως και να κοιμήσω το σώμα μου
θέλω να κοιμηθώ με τα φώτα και τα σώματα μακριά
θέλω να κοιμηθώ και να σβήσω τα φώτα και να ανάψω τα σώματα
θέλω να κοιμηθώ με τα φώτα σβηστά και τα σώματα ανοιχτά
μου αρέσει να κοιμάμαι με φώτα και σώματα
θέλω να κοιμηθώ με τα φώτα να ανάβουν και να ανάβουν
θέλω να σβήσω τα φώτα και να ενεργοποιήσω τα σώματα
θέλω να κοιμηθώ με τα φώτα σβηστά και το σώμα να κάθεται
θέλω να σβήσουν τα φώτα και το σώμα να ανάβει και να σβήνει
θέλω να κοιμηθώ με τα φώτα και τα σώματα πάνω του
μου αρέσουν τα φώτα που λάμπουν και τα σώματα πάνω του
θέλω να σβήσω τα φώτα και να κοιμηθώ
θέλω να κοιμηθώ με τα φώτα σβηστά

θέλω να πάω στο κρεβάτι με τα φώτα σβηστά και το σώμα μου σβησμένο



Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

διάφορα αδιάφορα λόγια κάποιων διαφορετικών στιγμών διαφόρων αδιάφορων ελιγμών.

οι βαριές και ασήκωτες ψυχολογίες τα κρουαζιερόπλοια που φεύγουν πάντα τελευταία εγώ που έρχομαι συνήθως πρώτη ο ουρανός που κλαίει γαλάζια χαλάζια ο χειμώνας που μυρίζει μπλε εγώ να φιλάω την Ιαπωνία του προσώπου του αυτός ο άνθρωπος που ελπίζει σε κάτι καλύτερο όπως κι εγώ άλλωστε ώστε το φενγκ σούι να μας τακτοποιήσει σε μια καλύτερη μέρα χωρίς καθρέφτες τα ζητήματα καρδιάς ο Καββαδίας που ακούει λαϊκά τραγούδια με τακουστικα του εμείς ανάμεσα σε στεριά και νερό τα χέρια μας που ακούμπησαν τυχαία έναν πάγο που λιώνει ένα παγόβουνο μέσα σε δον χούλιο η γλώσσα σου, αχ η γλώσσα σου το μεθυσμένο σκαμπό στο μπαρ των κατοίκων της πόλης μου μια κινέζα που πέφτει από τα σύννεφα μια χώρα γεμάτη ανθρώπους της σοου μπίζ ένα καρβέλι ψωμί σε μια κοινωνία μέτριου αναστήματος η ανάσταση του Χριστού μετά τον μεσαίωνα της καρδιάς σου ο γαλάζιος ουρανός πάλι, το σουξέ που άκουγες μικρός και τώρα αντιπαθείς το βρακί μου γεμάτο από τη σκέψη μου για τον έρωτα που περιμένει μουδιασμένος στο κόκκινο φανάρι να γίνει ένας πράσινος Γρηγόρης το όνομά μου το παλτό μου το όνομά μου ο φλύαρος χειμώνας που έρχεται και φεύγει οι μπλε ουρανοξύστες των ματιών μας ο σεισμός που τους ρίχνει όλους κάτω σε μια δύσκολη κατάσταση εκτός απο κάποιους αυτό το ποίημα που τα λέει όλα κρύβοντας τα πάντα.


Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

για τις φίλες.

στο πάτωμα ξαπλώνουν
οι θλιμμένες σερβιτόρες
και σκουπίζουν με βετέξ 
το βράδυ που περνάει
στο μυαλό τους ένα τέρας
τις κοιτάει που χορεύουν
μ'ένα βλέμμα πουχει σπάσει,

κάνουν στάση στο καθρέφτη
μα ποτέ δε προλαβαίνουν
κιαν οι τράπεζες 
ανοίγουν κάθε μέρα
και αν κάθε μέρα
το ψωμί μυρίζει στα μπαλκόνια
οι σερβιτόρες που ναι φίλες
αναπλέουν επιτέλους πάνω
από τα σύννεφα που βρέχουν
και τα πεζοδρόμια ξεπλένουν 
το πρωί.


Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

μετρώ στο μετρό.

σου τραγουδώ τα ροζ
της νέας ωρλαιάνης
στον αυτοκινητόδρομο εξιντασέξι
σου δείχνω τα
φώτα της νέας γιόρκης
ο Φρανκ λέει έτσι είναι η ζωή

στο κωλοράντο σκαρφαλώνω
ξεπλένω τα μαλλιά μου
στο μισισίπι των δακρύων σου
στου μαϊάμι τις προβλήτες
ξημερώνω τους καρχαρίες
και στο λας βέγκας
έχασα τα λεφτά μου
να σου πάρω δώρα και δωράκια

στη χαβαη φλέγομαι
μα εσύ το χαβά σου και στην αλάσκα
σου λάσκαρε η βίδα 
θες να γυρίσεις σπίτι κρυώνεις
από το τέξας περνάμε
με σημαδεύουν τα όπλα τους
τρέχουμε στην οκλαχομα
στις μεγάλες άδειες πεδιάδες
δε φτάσαμε ακόμα

επόμενη στάση
πατήσια μετρό
μέχρι να ενωθούν οι πολιτείες μας
μαζί σου χειμώνα
πλατεία μερικής αμερικής.





Alexey Kondakov