Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

καβλοκαίρι.

Σηκώνομαι
από κομένες γκαβλωμένες α νάσαι κι αποκομμένες,
από το κόζμο σκέπσεις και σηκώνομαι.
Πολύ υγρασία στη μπόλη
πολύ κη γρασία η δικιά μου.
μπερδέψ αμε τη συγρασίες μας σαναλέμε.
Στο απέναντι μπαλκόνι,
η απέναντη πάλι σκου πήζει.
παραδίπλα στη σειρά δέκασέξυ βρακιαπλωμένα
ολόιδια μεταξύ τους,
εντωμεταξύ
γω βγαίνω στο μπαλκόνι να στεγνώσω
-οχι τίποτα παράλογο.
Η γειτόνισσα που σκουπeasy με κοιτάει με παράπονο,
σανα ζηταουτς
εναε βρω ευτυχία.η ματιά της θυμίζει
αμάνικους στα κτελ που κλαίν
κι εμείς κλάιν μάιν.
της απανταν τα μάτια μου επιθετικά
του τύπου
άντε ρωτεύσου με κανα τύπο.
μπαίνω υγρή ακόμα στο σαλόνι,
γιατί πάλι πρέπει να πάω στη δουλεία.
κει που ανάμεσα σε μπύρες και αναπτήρες
θα γράφω πίσω από κομμένες αποδείξεις
αποκομμένες αποδείξεις αγάπης γιασε.
κει που στο τέλος της βάρδιας,
της ταμιακής το ζήτα μου θα βγαίνει
πάντα μικρότερο από τα πόσά
που θαχω πάρει.