Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

ΑΧΤΙΤΛΟ νύχτας.

στου μπαρ τη μπάρα ναράζω
ναραδειάζω λέξεις στα φωτιστικά
κι αστεία χωρίς χιούμορ στα χάρτινα σουπλά.
μια μπύρα πέφτει απλά κάτω
ξεχύνω μαζί της τα μπράτσα μου στο πάτωμα
και πέφτω 
πέφτω,
και πέφτω χαμηλά
δίπλα στα creepers μιας γκόμενας
που μάλλον χαζη θαναι κι αυτή.
μοιάζει μάλλον να θέλει ναναι μ'άλλον απο τον άλλον πουναι.
αρχίζω να τρυπώ τις σόλες με στυλό.
-γεμίζοντας τα creepers της με creepy τρύπες-

κιέχω το κινητό μου στη κωλότσεπη βαθιά
κιαφτό μαυτά κιαυτά εφτά φορές δονείται,
γκαβλωμένη το βάζω μέσα μου βαθιά
μεφτά καυτά δάχτυλα και χύνω.

η μπάρα γεμίζει με υγρά
απτους πάτους ποτηριών άτσαλα γεμισμένων
κι ο μπάρμαν φίλος βγάζει το βετέξ.
-γιατί τα βετέξ ναναι πάντα ή μπλε ή κίτρινα ή ροζ(;)-
θαθελα και γω λίγο βετέξ
κύριε μπάρμαν παρακαλώ
να με σκουπίσω.

στη δίπλα παρέα κάτι γνωστοί πουχω βαρεθεί να βλέπω
τελείως μαλάκες
σίγουρα δε ξέρουν πως να μιλαν
ούτε στη γκόμενά τους ούτε στη μάνα τους
και που το μόνο βιβλίο πουχουν διαβάσει
ναναι τα άπαντα του παςγιάννενα
μου ζηταν τσιγάρο
και φεύγω γρήγορα απο το μπαρ να μη τους βλέπω

κοιτώ το κινητό με την άκρη του ματιού μου πουναι 
στη γωνία στο τραπέζι στο σαλόνι.
με κοιτά κι αυτό περίεργα.
μου ζητά να του πατήσω τα κουμπιά και να σε πάρω
σεξω ξημερώνει και 2 βρωμοπετούμενα πόλης
τραγουδάνε φάλτσα το δικό τους το κελάηδισμα.
βγάζω τα ρούχα μου και πέφτω βαριά στο στρώμα
ξαπλώνω κι ένας ηλίθιος ήχος ακούγεται στο σπίτι
α το κινητό μου.

μερικές φορές
ταφήνω να χτυπάει λίγο παραπάνω,
οχι για το κόλπο φυσικά,
μα για να χαμογελάσω λίγα δεύτερόλεπτα ακόμα.










Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Μουνόλογος.

Μια φορά κι έναν καιρό, στο μακρινό Κάιρο, ζούσε ένα μουνί με πόδια.Ντυνόταν αρκετά κάζουαλ, άλλωστε είχε να φορτωθεί μόνο ένα βρακί, ένα παντελόνι και παπούτσια, άντε και κάλτσες αν ήτανε χειμώνας. Ήταν αρκετά ευτυχισμένο μουνί μα μερικές φορές το έπαιρνε από κάτω το ότι δεν είχε σώμα, κεφάλι, μαλλιά και τα ρέστα. Έτσι αποφάσισε να πάει σε έναν ελαστικό πλαστικό πανούργο χειρούργο, που φήμες λένε πως είχε καταφέρει κάποτε να μετατρέψει μια πούτσα με χέρια (που την έπαιζε όλη την ώρα) σε κεφάλι με βυζιά, χωρίς κανένας να μπορεί να καταλάβει την αλλαγή (και ούτε και τον λόγο).
Κι έτσι όταν έφτασε, αφού περίμενε 38 ώρες περίπου στην αναμουνή, βρέθηκε με τον ειδικό. Ο ειδικός ήταν ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος με όλα τα μέλη του ανεξαιρέτως μα είχε κι αυτός την ιδιαιτερότητα του. Ήταν τα όλα του, τοποθετημένα όπως να ναι, σαν πίνακας του Πικάσο. Δηλαδή για να καταλάβεις, αν ήθελες να του δώσεις χειραψία, θα έπρεπε να έχεις ένα-κάποιο ύψος αφού τα χέρια του ήταν στη θέση του κεφαλιού ή αν ήθελες για παράδειγμα να τον κοιτάξεις στα μάτια, θα' πρεπε να τον κοιτάξεις στα γόνατα. Η μόνη μαλακία ήταν πως φορούσε γυαλιά μυωπίας άρα δε μπορούσε να ανοίξει τα πόδια του πολύ και αναγκαστικά χοροπηδούσε για να προχωρήσει. Στο γραφείο του όμως δυστυχώς, έπρεπε να χοροπηδάει λιγότερο αποτι συνήθως, μιας και από κάτω έμενε μια γριά με 27 αφτιά και του γκρίνιαζε διαρκώς για τη φασαρία.
Γεια σας, είπε το μουνί , θα ήθελα να αλλάξω και να προσθέσω κάτι στα έξω μου γιατί δε με καλύπτω. Ίσως ένα κεφάλι ή έναν λαιμό ή ίσως και τα δύο, δε ξέρω.
Κοιτάξτε να δείτε, απάντησε ο ελαστικός πλαστικός πανούργος χειρούργος, εμείς σας προσφέρουμε πολλές επιλογές και όλες με τη μέγιστη ασφάλεια και φαντασία,
και ξεκίνησε να του δείχνει διάφορες φωτογραφίες διάσημων πελατών του που είχαν προβεί σε μεταμορφώσεις.
Το μουνί με πόδια όμως, δεν ενθουσιάστηκε με τίποτα από αυτά που είδε μιας και ήθελε να κάνει κάτι που να μη το μετανοιώσει ποτέ, κάτι που θα εκφράζει αυτό που είχε μέσα στον κόλπο του και που θα το αντιπροσώπευε εντελώς.Έτσι κατέβασε τη κλειτορίδα του στο πάτωμα, είπε ευχαριστώ στον ειδικό για το χρόνο του κι έφυγε από το ιατρείο μελαγχολικά.
Στο δρόμο έσερνε τα πόδια του βαριά, με πολύ στεγνή ψυχολογία. Ένα αφτί με χέρια έπαιζε στεναχωρημένα μπίτλς κομμάτια στο πεζοδρόμιο με μια κιθάρα, πουλώντας τα cd του. Το μουνί με πόδια του άφησε το τελευταίο του 2ευρω. Σκέφτηκε πως καλύτερα να είσαι μουσικός με 2ευρω παρά μουνί με κατάθλιψη.
Κι έτσι όταν έφτασε σπίτι, γέμισε τη μπανιέρα με νερό να χαλαρώσει, ήπιε 2 λίτρα χαμομήλι, διάβασε λίγα κόμικς με την αγαπημένη του σουπερήρωα "Πούτσα-με-φτερά", αυνανίστηκε κάμποσο με το τελευταίο κεφάλαιο, και με βαριά ακόμα διάθεση, έσυρε τα πόδια του σ'ενα μπαρ downtown μπας και πιει κανα ποτό να ξεχαστεί.
Ο barman η καλύτερα barhand, ήταν στην ουσία ένα τεράστιο χέρι που σέρβιρε ουσίες. Αυτό βόλευε ιδιαίτερα, γιατί πέρα από το γεγονός ότι μπορούσε να πιάσει τα μπουκάλια, μπορούσε να χώσει και δυνατές σφαλιάρες σε καγκουρες που έσκαγαν μύτη στο μπαρ του, κι έτσι σπανίως γινόντουσαν μανούρες στο συγκεκριμένο μέρος. Το μουνί με πόδια ήπιε καναδυο μπύρες και κανατέσσερα ποτά, κι εκεί που άρχισε να βαριέται να χαζεύει τον barhand να χουφτώνει έναν κώλο με κεφάλι και ξανθά μαλλιά, κοίταξε δίπλα του και τι να δει;Ένας εγκέφαλος με χέρια και κορμό, έπινε εξίσου μόνος του, μια τζιτζιμπίρα.
Οι δυο τους κατέληξαν να φασώνονται μέχρι τόσο αργά που ο barhand τους έκανε ένα τεράστιο κωλοδάχτυλο και τους τράβηξε κυριολεκτικά έξω από το μαγαζί του για να κλείσει.Οι δυο τους κατέληξαν στην ακόμα γεμάτη με νερό μπανιέρα, να μιλάνε για βλακείες, να γαμιούνται με μανιακό τρόπο και να γελάνε ακατάπαυστα με τις μπουρμπουλήθρες. Βγήκαν ζαρωμένοι από το νερό και ξαπλώσανε να κοιμηθούνε στο κρεβάτι, σφιχτοαγκαλιασμένοι.
Την επόμενη μέρα,
από τη πόρτα βγήκε ένας εγκέφαλος με χέρια σώμα πόδια και μουνί, τραγουδώντας κάτι χαρούμενο που δε θυμάμαι τώρα
και το σίγουρο είναι, πως το θέμα της αλλαγής το ρούφηξε η μπανιέρα
μαζί με το νερό.